- βελοποιός
- βελο-ποιός, όν,A making missiles, Ph.Bel.58.50, Poll.7.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βελοποιός — making missiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοποιός — ο (AM βελοποιός, Α και ως επίθ. βελοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει βέλη, ο σχετικός με την κατασκευή βελών … Dictionary of Greek
βελοποιῶν — βελοποιός making missiles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek